- παρέχοντι
- предоставляющего
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
παρέχοντι — παρέχω hand over pres part act masc/neut dat sg παρέχω hand over pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)